-
1 καταλύω
A- λύσω Od.4.28
: [ per.] 3pl. [tense] plpf.- λελύκεσαν Hdn.8.4.2
:—[voice] Pass., [tense] fut. , D. 38.22 ([tense] fut. [voice] Med. in pass. sense, v. infr. 1.2a): [tense] pf.- λέλῠμαι Th.6.36
:— put down, destroy,πολλάων πολίων κατέλυσε κάρηνα Il.2.117
, 9.24; τείχη, [ πτόλιν], E.Tr. 819, 1080 (both lyr.); γέφυραν break it up, Hdn. l. c.2 of political or other systems, dissolve, break up, put down, κ. ἀρχήν, βασιληΐην, ἰσοκρατίας, Hdt.1.53,54, 5.92.ά; τοῦ Διὸς τὴν δύναμιν Ar.Pl. 142
;τὸ κράτος τῆς βουλῆς Plu.Per.7
; (Milet., ii B. C.): freq. in [dialect] Att.,κ. τὸν δῆμον Ar.Ec. 453
, Th.3.81;τὴν δημοκρατίαν Ar.Pl. 948
; τὰς πολιτείας Decr. ap. D. 18.182:—[voice] Pass., καταλελυμένης τῆς δημοκρατίας Lex ap.And.1.96, cf. 95, Lys.13.4, Arist.Pol. 1292a29: [tense] fut. [voice] Med. as [voice] Pass., καταλύσεται.. ἡ ἀρχή (Cobet καταλελύσεται) X.Cyr.1.6.9.b c. acc. pers., put down, depose,κ. τύραννον Th.1.18
, etc.;κ. τινὰ τῆς ἀρχῆς X.Cyr.8.5.24
:— [voice] Pass., τῶν ἄλλων καταλελυμένων στρατηγῶν having been dismissed, Hdt.6.43;καταλυθῆναι τῆς ἀρχῆς Id.1.104
, cf. 6.9.c dissolve, dismiss, disband a body, καταλύειν τὴν βουλήν, τὸν στόλον, Id.5.72, 7.16.β; τῶν πόλεων τά τε βουλευτήρια καὶ τὰς ἀρχάς Th.2.15
;τὸ ναυτικόν D.18.102
([voice] Pass.).d abolish or annul laws, customs, etc.,δίκην Gorg.Pal.17
;νόμους Isoc.6.66
([voice] Pass.), Plb.3.8.2, cf.Ev.Matt.5.17; (ii B.C.); also κ. τὸν ἱππέα render him useless, X.Eq.12.5.e τὴν φυλακὴν κ. neglect the watch, Ar.V.2, cf. Arist.Pol. 1308a29;τὴν φρουράν Pl.Lg. 762c
;τὴν κοινὴν φυλακὴν καταλυθῆναι βούλεται Din.1.112
.f κ. τὴν τριηραρχίαν lay it down, Isoc.18.59; τὴν ἄσκησιν, v. infr. 3a.3 bring to an end,τὸν βίον X. Ap.7
; (lyr.);μώμου ἀδικίαν καὶ δόξης ἀμαθίαν Gorg.Hel.21
;ἐλπίδα Th.2.89
;δόξα, ἣν αἰσχρόν ἐστιν ἐν σοὶ -λῦσαι D.10.73
; κ. τὸ πλεῖν, τὴν ἄροσιν, Id.33.4, Ael.NA13.1;κ. τὰς θυσίας Lys.30.17
, Isoc.6.68;τὰ γυμνάσια And.4.39
;τὸν λόγον Aeschin.2.126
, Isoc.12.176; τοὺς λόγους περὶ τὰ μέγιστα κ. ib.199: abs., make an end, ὥρᾳ κ. die in good time, Diocl.Com.14, cf.Philostr.VA8.28; πύκτης ὢν κατέλυσε retired from the ring, AP11.79 (Lucill.), cf. 161 (Id.) (in full- λῦσαι τὴν ἄσκησιν Gal.Protr.14
); καθάπερ ἐν τοῖς Χοροῖς ἐν τῷ καταλύειν in the ending, Arist.Pr. 921a20: also [tense] pf. part. [voice] Pass. καταλελυμένος disused, obsolete, Phld.Mus.p.68 K.b κ. τὴν ὑπάρχουσαν εἰρήνην break the peace, Aeschin.3.55; but,c more commonly, κ. τὸν πόλεμον end the war, make peace, Ar.Lys. 112, Th.7.31, X.An.5.7.27, etc.; δίκας settle disputes, IG5(2).357.15 (Stymphalus, iii B.C.): abs. (sc. τὸν πόλεμον), Foed. ap. Th.5.23; πρός τινα Foed.ib.8.58:—more freq. in [voice] Med., καταλύσασθαι τὰς ἔχθρας, componere inimicitias, Hdt.7.146;τὸν πόλεμον And.3.17
, Th.6.36; : abs., make peace, Hdt. 8.140.ά, Th.1.81, X.HG6.8.6, etc.; καταλύεσθαί τινι come to terms with one, Hdt.9.11, etc.4 [voice] Pass., ἤδη καταλελυμένης τῆς ἡλικίας in the decay of life, Arist.Pol. 1335a34.II unloose, unyoke,καταλύσομεν ἵππους Od.4.28
; τὸ σῶμα τοῦ ἀδελφεοῦ κ. take it down from the wall where it was hung up, Hdt.2.121.γ:—[voice] Pass., to be taken down from hanging, Hp.Aph.2.43.2 intr., take up one's quarters, lodge, παρ' ἐμοὶ καταλύει he is my guest, Pl.Grg. 447b, cf. Prt. 311a, D.18.82: abs., Pl.Prt. 315d: c. acc., κ. παρά τινα turn off the road to a person's house, go and lodge with him, Th.1.136;κ. εἰς πανδοκεῖον Aeschin.2.97
; ;ἐν τῷ ἱαρῷ SIG978.8
(Cnidos, iii B.C.):—[voice] Med., θανάτῳ καταλυσαίμαν may I take my rest in the grave, E.Med. 146 (anap.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταλύω
См. также в других словарях:
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Εφημερίδα της Κυβερνήσεως — Όργανο των επίσημων δημοσιεύσεων του κράτους, το οποίο εκδίδεται από το 1833. Ιδρύθηκε με βασιλικό διάταγμα της 1/13 2 1833 της Βαυαρικής Αντιβασιλείας. Από το 1896 υπάγεται στο υπουργείο Οικονομικών (προηγουμένως εξαρτιόταν από το υπουργείο… … Dictionary of Greek
Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 … Dictionary of Greek
Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… … Dictionary of Greek
Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο, που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.Συνορεύει Β και Δ με την Κροατία και Α και Ν με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία.Το κράτος της Β. Ε. έχει μικρή διέξοδο στην Αδριατική Θάλασσα. Τα… … Dictionary of Greek
Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… … Dictionary of Greek
Λετονία — Κράτος της βορειοανατολικής Ευρώπης, στη χερσόνησο της Βαλτικής. Συνορεύει στα Β με την Εσθονία, στα Α με τη Ρωσία και στα Ν με τη Λευκορωσία και τη Λιθουανία, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Βαλτική θάλασσα και στα Β από τον κόλπο της Ρίγα, έναν… … Dictionary of Greek
Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία — Κράτος της νοτίου Αφρικής. Συνορεύει Α με τη Μοζαμβίκη και τη Σουαζιλάνδη, Β με τη Ναμίμπια, τη Μποτσουάνα και τη Ζιμπάμπουε, Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό, Ν και Α από τον Ινδικό ωκεανό.Εντός των συνόρων της Ν. Δ. και στο νοτιοανατολικό… … Dictionary of Greek
Ουκρανία — Κράτος της ανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με την Πολωνία, Β με τη Λιθουανία, ΒΑ με τη Ρωσία, ΝΔ με τη Σλοβακία, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία και τη Μολδαβία, και στα Ν βρέχεται από την Αζοφική και από τη Μαύρη θάλασσα (Εύξεινο Πόντο).Ο. σημαίνει… … Dictionary of Greek
Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek